Ἱστιαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἱστιαῖος | οἱ | Ἱστιαῖοι |
γενική | τοῦ | Ἱστιαίου | τῶν | Ἱστιαίων |
δοτική | τῷ | Ἱστιαίῳ | τοῖς | Ἱστιαίοις |
αιτιατική | τὸν | Ἱστιαῖον | τοὺς | Ἱστιαίους |
κλητική ὦ! | Ἱστιαῖε | Ἱστιαῖοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἱστιαίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἱστιαίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ἱστιαῖος αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) που σχετίζεται, αναφέρερεται ή προέρχεται με την πόλη της Εύβοιας, Ἱστίαια
Συγγενικά επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ἱστιαῖος αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Ἱστιαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.