Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἱστιαῖος οἱ Ἱστιαῖοι
      γενική τοῦ Ἱστιαίου τῶν Ἱστιαίων
      δοτική τῷ Ἱστιαί τοῖς Ἱστιαίοις
    αιτιατική τὸν Ἱστιαῖον τοὺς Ἱστιαίους
     κλητική ! Ἱστιαῖε Ἱστιαῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἱστιαίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἱστιαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἱστιαῖος < Ἱστίαια + -ος. Δείτε και -αῖος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ἱστιαῖος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἱστιαῖος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία