Ἱστιαιῶτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἱστιαιῶτις | αἱ | Ἱστιαιώτιδες |
γενική | τῆς | Ἱστιαιώτιδος | τῶν | Ἱστιαιωτίδων |
δοτική | τῇ | Ἱστιαιώτιδῐ | ταῖς | Ἱστιαιώτισῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Ἱστιαιῶτιν | τὰς | Ἱστιαιώτιδᾰς |
κλητική ὦ! | Ἱστιαιῶτι | Ἱστιαιώτιδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἱστιαιώτιδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἱστιαιωτίδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἹστιαιῶτις θηλυκό
- (ιστορία) άλλη μορφή του Ἑστιαιῶτις