↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἱστιαιεύς οἱ Ἱστιαιεῖς
      γενική τοῦ Ἱστιαιέως τῶν Ἱστιαιέων
      δοτική τῷ Ἱστιαιεῖ τοῖς Ἱστιαιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἱστιαιέ τοὺς Ἱστιαιέᾱς
     κλητική ! Ἱστιαιεῦ Ἱστιαιεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἱστιαιεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Ἱστιαιέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἱστιαιεύς < Ἱστίαι(α) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἱστιαιεύς αρσενικό

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἱστιαιεύς αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία