ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱεροφύλαξ οἱ ἱεροφύλακες
      γενική τοῦ ἱεροφύλακος τῶν ἱεροφυλάκων
      δοτική τῷ ἱεροφύλακ τοῖς ἱεροφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἱεροφύλακ τοὺς ἱεροφύλακᾰς
     κλητική ! ἱεροφύλαξ ἱεροφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱεροφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  ἱεροφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱεροφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἱερο- + -φύλαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱεροφύλαξ