↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῑχωρ-
ονομαστική ἰχώρ οἱ ἰχῶρες
      γενική τοῦ ἰχῶρος τῶν ἰχώρων
      δοτική τῷ ἰχῶρ τοῖς ἰχῶρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἰχῶρ
επικός: ἰχῶ
τοὺς ἰχῶρᾰς
     κλητική ! ἰχώρ ἰχῶρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰχῶρε
γεν-δοτ τοῖν  ἰχώροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχώρ' όπως «ἰχώρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰχώρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰχώρ

  1. το υγρό που ρέει στις φλέβες των θεών
  2. χυμός, ρευστό
  3. (αργότερα) το αίμα

Παράγωγα

επεξεργασία