Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰάπτω < λείπει η ετυμολογία

ἰάπτω

  1. στέλνω, ρίχνω
  2. βλάπτω, ζημιώνω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 376
    ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃ.»
    Για να μην κλαίει και χαλνά τ᾽ όμορφο πρόσωπό της.»
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. πλήττω, χτυπώ
  4. (για βλήματα) εξακοντίζω, εξαπολύω, εκσφενδονίζω
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 299 (298-303)
    τοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισιν | ἰάπτουσι πολῖται | χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν | παντὶ τρόπῳ, Διογενεῖς | θεοί, πόλιν καὶ στρατὸν | Καδμογενῆ ῥύεσθε.
    κι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια | στο λαό μας το γυροζωσμένο. | Σώσετε, ω θεοί Διογέννητοι όλοι, | το στρατό με κάθε τρόπο και την πόλη.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  5. προσβάλλω με λόγια, επιτίθεμαι, πλήττω
  6. σπεύδω με ορμή, τρέχω
  7. (για χορό) αρχίζω το χορό

Συγγενικά

επεξεργασία