Δείτε επίσης: Ηράκλειτος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἡράκλειτος οἱ Ἡράκλειτοι
      γενική τοῦ Ἡρακλείτου τῶν Ἡρακλείτων
      δοτική τῷ Ἡρακλείτ τοῖς Ἡρακλείτοις
    αιτιατική τὸν Ἡράκλειτον τοὺς Ἡρακλείτους
     κλητική ! Ἡράκλειτε Ἡράκλειτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἡρακλείτω
γεν-δοτ τοῖν  Ἡρακλείτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἡράκλειτος < Ἥρα + κλειτός (ένδοξος), κυριολεκτικά «δόξα της Ήρας»

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἡράκλειτος αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

με Ἡρακλειτ-

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία