Ἡράκλειτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἡράκλειτος | οἱ | Ἡράκλειτοι |
γενική | τοῦ | Ἡρακλείτου | τῶν | Ἡρακλείτων |
δοτική | τῷ | Ἡρακλείτῳ | τοῖς | Ἡρακλείτοις |
αιτιατική | τὸν | Ἡράκλειτον | τοὺς | Ἡρακλείτους |
κλητική ὦ! | Ἡράκλειτε | Ἡράκλειτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἡρακλείτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἡρακλείτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἩράκλειτος αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασίαμε Ἡρακλειτ-
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἡράκλειτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.