↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐρετριεύς οἱ Ἐρετριεῖς
      γενική τοῦ Ἐρετριέως τῶν Ἐρετριέων
      δοτική τῷ Ἐρετριεῖ τοῖς Ἐρετριεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἐρετριέ τοὺς Ἐρετριέᾱς
     κλητική ! Ἐρετριεῦ Ἐρετριεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐρετριεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Ἐρετριέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἐρετριεύς < Ἐρέτρι(α) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἐρετριεύς αρσενικό (θηλυκό Ἐρετριάς)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἐρετριεύς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία