καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιπωμάτισις αἱ ἐπιπωματίσεις
      γενική τῆς ἐπιπωματίσεως τῶν ἐπιπωματίσεων
      δοτική τῇ ἐπιπωματίσει ταῖς ἐπιπωματίσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπιπωμάτισιν τὰς ἐπιπωματίσεις
     κλητική ! ἐπιπωμάτισι ἐπιπωματίσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιπωμάτισις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐπιπωματί(ζω) + -σις < ἐπι- + πωματίζω, τύπος του πωμάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐπιπωμάτισις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία