ἐνουρήθρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐνουρήθρᾱ | αἱ | ἐνουρῆθραι |
γενική | τῆς | ἐνουρήθρᾱς | τῶν | ἐνουρηθρῶν |
δοτική | τῇ | ἐνουρήθρᾳ | ταῖς | ἐνουρήθραις |
αιτιατική | τὴν | ἐνουρήθρᾱν | τὰς | ἐνουρήθρᾱς |
κλητική ὦ! | ἐνουρήθρᾱ | ἐνουρῆθραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνουρήθρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐνουρήθραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐνουρήθρα, -ας θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐνουρήθρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.