↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐνουρήθρ αἱ ἐνουρῆθραι
      γενική τῆς ἐνουρήθρᾱς τῶν ἐνουρηθρῶν
      δοτική τῇ ἐνουρήθρ ταῖς ἐνουρήθραις
    αιτιατική τὴν ἐνουρήθρᾱν τὰς ἐνουρήθρᾱς
     κλητική ! ἐνουρήθρ ἐνουρῆθραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐνουρήθρ
γεν-δοτ τοῖν  ἐνουρήθραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνουρήθρα < ἐν + οὐρήθρα < ἐνουρέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐνουρήθρα, -ας θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία