ἐνδοτικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐνδοτικότης | αἱ | ἐνδοτικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἐνδοτικότητος | τῶν | ἐνδοτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἐνδοτικότητι | ταῖς | ἐνδοτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐνδοτικότητα | τὰς | ἐνδοτικότητας | ||||
κλητική ὦ! | ἐνδοτικότης | ἐνδοτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐνδοτικότης, (μαρτυρείται από το 1883) (ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης αναφέρει 1887[1], ενώ ο Στέφανος Κουμανούδης[2] 1890) < ελληνιστική κοινή ἐνδοτικ(ός) + -ότης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.ðo.tiˈko.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐τι‐κό‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐνδοτικότης θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η ενδοτικότητα
- ※ Ἦτο πράγματι γλυκὺς ἄνθρωπος. Ἴσως ἡ γλυκύτης του, προβαίνουσα μέχρι ἀνοχῆς καὶ ἐνδοτικότητος ἄκρας, ὑπῆρξε πηγὴ κακῶν καὶ δι' αὐτὸν καὶ διὰ τὴν πολιτείαν. (…) Ἄνευ δὲ τῆς ἐμφύτου πολιτικῆς εὐφυΐας του δὲν ἤθελε διὰ μόνης τῆς ἐνδοτικότητος κατορθώσει νὰ κυβερνήσῃ ἐπὶ τοσαῦτα ἔτη τὴν Ἑλλάδα.
- ※ Καὶ ἐὰν πάντα ἀδιακρίτως τὰ μέσα μετῄρχετο, ἵνα ἑδραιώσῃ τὴν ἐπὶ τῆς νήσου κυριαρχίαν της, ἐπροθυμοποιεῖτο ὅμως καὶ νὰ ἐντείνῃ πολλάκις τὴν ἐπιείκειαν καὶ ἐνδοτικότητα αὐτῆς μέχρι τῶν τελευταίων ὁρίων.
- Σταυράκης Νικόλαος, Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης, 1890
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ σελ. 467, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου