Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἀμαστριδ-
ονομαστική Ἄμαστρις αἱ Ἀμάστριδες
      γενική τῆς Ἀμάστριδος
Ἀμάστρεως
τῶν Ἀμαστρίδων
      δοτική τῇ Ἀμάστριδ ταῖς Ἀμάστρισ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἄμαστριν τὰς Ἀμάστριδᾰς
     κλητική ! Ἄμαστρι Ἀμάστριδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμάστριδε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμαστρίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἄμαστρις < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἄμαστρις θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. πόλη της Παφλαγονίας, η σημερινή Αμάσρα στην Τουρκία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία