Παφλαγονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παφλαγονία | οι | Παφλαγονίες |
γενική | της | Παφλαγονίας | των | Παφλαγονιών |
αιτιατική | την | Παφλαγονία | τις | Παφλαγονίες |
κλητική | Παφλαγονία | Παφλαγονίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παφλαγονία < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαφλαγονία θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Παφλαγονία
|