Ἀννίβας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀννίβᾱς | οἱ | Ἀννίβαι |
γενική | τοῦ | Ἀννίβου & Ἀννίβα |
τῶν | Ἀννιβῶν |
δοτική | τῷ | Ἀννίβᾳ | τοῖς | Ἀννίβαις |
αιτιατική | τὸν | Ἀννίβᾱν | τοὺς | Ἀννίβᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀννίβᾱ | Ἀννίβαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀννίβᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀννίβαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀννίβας < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈννίβας αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αννίβας στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Ἀννίβας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Ἀννίβας - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven