Δείτε επίσης: Ανδρόνικος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἀνδρονῑκο-
ονομαστική Ἀνδρόνικος οἱ Ἀνδρόνικοι
      γενική τοῦ Ἀνδρονίκου τῶν Ἀνδρονίκων
      δοτική τῷ Ἀνδρονίκ τοῖς Ἀνδρονίκοις
    αιτιατική τὸν Ἀνδρόνικον τοὺς Ἀνδρονίκους
     κλητική ! Ἀνδρόνικε Ἀνδρόνικοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀνδρονίκω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀνδρονίκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀνδρόνικος < ἀνήρ, ἀνδρο- + -νικος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀνδρόνικος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία