↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰμοπᾱων-, ᾰμοπᾱον-
ονομαστική Ἀμοπάων οἱ Ἀμοπάονες
      γενική τοῦ Ἀμοπάονος τῶν Ἀμοπαόνων
      δοτική τῷ Ἀμοπάον τοῖς Ἀμοπάοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀμοπάον τοὺς Ἀμοπάονᾰς
     κλητική ! Ἀμοπᾶον Ἀμοπάονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμοπάονε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμοπαόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀμοπάων < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀμοπάων αρσενικό