Ἀγανίκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀγανίκη | αἱ | Ἀγανῖκαι | ||||
γενική | τῆς | Ἀγανίκης | τῶν | Ἀγανικῶν | ||||
δοτική | τῇ | Ἀγανίκῃ | ταῖς | Ἀγανίκαις | ||||
αιτιατική | τὴν | Ἀγανίκην | τὰς | Ἀγανίκᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Ἀγανίκη | Ἀγανῖκαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀγανίκᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀγανίκαιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈγανίκη (ῑ) θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) γυναικείο όνομα, άλλη γραφή του Ἀγλαονίκη σε σχόλιο στην Εισαγωγή έκδοσης έργου του Πλουτάρχου (Γαμικά Παραγγέλματα @books.google)