Ἀγλαονίκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀγλαονίκη | αἱ | Ἀγλαονῖκαι |
γενική | τῆς | Ἀγλαονίκης | τῶν | Ἀγλαονικῶν |
δοτική | τῇ | Ἀγλαονίκῃ | ταῖς | Ἀγλαονίκαις |
αιτιατική | τὴν | Ἀγλαονίκην | τὰς | Ἀγλαονίκᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀγλαονίκη | Ἀγλαονῖκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀγλαονίκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀγλαονίκαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἈγλαονίκη (ῑ) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀγλαονίκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 2000 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.B: Central Greece: From the Megarid to Thessaly, Oxford: Oxford University Press