ἄλη
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ἄλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἄλη θηλυκό
- περιπλάνηση
- (μεταφορικά) παραφροσύνη (περιπλάνηση του μυαλού)
Σημειώσεις επεξεργασία
- θεωρείται και μία από τις πιθανές ετυμολογήσεις του ἀλήθεια (θεία, θεϊκή ἄλη)