Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄλη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄλη θηλυκό

  1. περιπλάνηση
  2. (μεταφορικά) παραφροσύνη (περιπλάνηση του μυαλού)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • θεωρείται και μία από τις πιθανές ετυμολογήσεις του ἀλήθεια (θεία, θεϊκή ἄλη)