Δείτε επίσης: αρχιμηνιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρχιμηνί αἱ ἀρχιμηνίαι
      γενική τῆς ἀρχιμηνίᾱς τῶν ἀρχιμηνιῶν
      δοτική τῇ ἀρχιμηνί ταῖς ἀρχιμηνίαις
    αιτιατική τὴν ἀρχιμηνίᾱν τὰς ἀρχιμηνίᾱς
     κλητική ! ἀρχιμηνί ἀρχιμηνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρχιμηνί
γεν-δοτ τοῖν  ἀρχιμηνίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρχιμηνία < αρχαία ελληνική ἀρχι- + μήν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀρχιμηνία θηλυκό