λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπομείωσις αἱ ἀπομειώσεις
      γενική τῆς ἀπομειώσεως τῶν ἀπομειώσεων
      δοτική τῇ ἀπομειώσει ταῖς ἀπομειώσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν ἀπομείωσιν τὰς ἀπομειώσεις
     κλητική ! ἀπομείωσι ἀπομειώσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπομείωσις < ἀπο- + αρχαία ελληνική μείωσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπομείωσις θηλυκό

  1. απομείωση, ελάττωση
     συνώνυμα:: ἐλάττωσις
    ※  καὶ τὸν βασιλέως δὲ νόμον ἀρτίως αὐτῷ ἐπιφοιτήσαντα παραγυμνώσας ἐκέλευσε καὶ ἐς τὸ ἐναργὲς τοῖς στρατεύμασι παραδεῖξαι, Πρίσκῳ διαφθονούμενος. ἦν δ' ἄρα ὁ νόμος στρατιωτικῶν σιτήσεων ὕφεσις, ἡ δ' ἀπομείωσις τετάρτη ἐτύγχανεν οὖσα ἀπόμοιρα. (Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Οικουμενική Ιστορία, 1, 3, 1, 3)
    ※  καὶ εἴπερ ἢ προῖκα βούλοιτο δοῦναι ἢ προγαμιαίαν δωρεάν, ἑτέραν οὐκ ἔχων οὐσίαν, δεῖν αὐτῷ τοῦτο συγχωρεῖσθαι πράττειν κατὰ τοῦτο δὴ τὸ τῷ ἡμετέρῳ περιεχόμενον ἤδη νόμῳ, εἰς ὅπερ αὐτῷ παντελῶς οὐκ ἠρνησάμεθα τὴν τοιαύτην ἀπομείωσιν. (Ιουστινιανός Α´, Νεαραί, 515, 28)