μείωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μείωσῐς | αἱ | μειώσεις |
γενική | τῆς | μειώσεως | τῶν | μειώσεων |
δοτική | τῇ | μειώσει | ταῖς | μειώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μείωσῐν | τὰς | μειώσεις |
κλητική ὦ! | μείωσῐ | μειώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μειώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μειωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μείωσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμείωσις θηλυκό
- η μείωση
Πηγές
επεξεργασία- μείωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.