Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μειώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μειώνω
  2. θα μειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μειώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μειώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μείωση