Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀπάρτιον τὰ ἀπάρτι
      γενική τοῦ ἀπαρτίου τῶν ἀπαρτίων
      δοτική τῷ ἀπαρτί τοῖς ἀπαρτίοις
    αιτιατική τὸ ἀπάρτιον τὰ ἀπάρτι
     κλητική ! ἀπάρτιον ἀπάρτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπαρτίω
γεν-δοτ τοῖν  ἀπαρτίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπάρτιον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπάρτιον ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) δημοπρασία
    ἀπάρτιον προγράφειν: εκθέτω σε δημοπρασία, εκπλειστηριασμό οικοσκευής, προσωπικής περιουσίας (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κικέρων, 27, 2.205c.@perseus.tufts.edu)
  2. (ελληνιστική κοινή) έπιπλα [1][2]

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ερρίκος Στέφανος (Henri Estienne), Θησαυρός της Ελληνικής γλώσσης, Τόμος 2, σελ. 2325 books.goolge
  2. Friedrich Wilhelm Riemer, Kleines griechisch-deutsches Handwörterbuch, Τόμος 1, Härter, 1819 books.google

  Πηγές επεξεργασία