Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

απάρτιο < ἀπάρτιον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απάρτιο ουδέτερο

  1. (σπάνιο) μέρος από συνολικό εξοπλισμό, εξάρτημα
    ※  Τουρκία-Ακούγιου: Η Ρωσία παρέδωσε κρίσιμο απάρτιο για τον πυρηνικό σταθμό (defence-point.gr, 30/07/2019 [1])
    ※  Σε αυτή τη στολή –ως απάρτιο- προβλεπόταν και ο τελετουργικός –πλέον- τελαμώνας με φυσιγγιοθήκη,χαρακτηριστικό επίσης όλων των έφιππων τμημάτων​ (sath.army.gr, ανάκτηση 21/6/2021 [2])
  2. (παρωχημένο, σπάνιο) στον πληθυντικό, τα απάρτια:[1]
    1. (γενικότερα) αποσκευές,[2] διάφορα σκεύη ή χρήσιμα αντικείμενα
    2. (ειδικότερα, στρατιωτικός όρος) τα απαραίτητα πράγματα για τη διεξαγωγή του πολέμου· και πολεμικά απάρτια[2]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Φαίνεται πως υπήρχε σύγχυση στη χρήση της λέξης με αυτή τη σημασία, καθόσον καταγράφεται και ως γένους θηλυκού η απαρτία (από την αρχαία ἀπαρτία). Πρβ. Γεώργιος Δ. Ζηκίδης, Λεξικόν ορθογραφικόν, 4η βελτιωμένη έκδοση (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1926), σ. 208.
  2. 2,0 2,1 Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1908), τόμ. Α΄, σ. 407. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη. H λέξη ετυμολογείται από το ρήμα ἀπαίρω.