απάρτιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απάρτιο < ἀπάρτιον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπάρτιο ουδέτερο
- (σπάνιο) μέρος από συνολικό εξοπλισμό, εξάρτημα
- (παρωχημένο, σπάνιο) στον πληθυντικό, τα απάρτια:[1]
- (γενικότερα) αποσκευές,[2] διάφορα σκεύη ή χρήσιμα αντικείμενα
- (ειδικότερα, στρατιωτικός όρος) τα απαραίτητα πράγματα για τη διεξαγωγή του πολέμου· και πολεμικά απάρτια[2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία απάρτιο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Φαίνεται πως υπήρχε σύγχυση στη χρήση της λέξης με αυτή τη σημασία, καθόσον καταγράφεται και ως γένους θηλυκού η απαρτία (από την αρχαία ἀπαρτία). Πρβ. Γεώργιος Δ. Ζηκίδης, Λεξικόν ορθογραφικόν, 4η βελτιωμένη έκδοση (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1926), σ. 208.
- ↑ 2,0 2,1 Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν) της λαλουμένης Ελληνικής γλώσσης (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1908), τόμ. Α΄, σ. 407. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη. H λέξη ετυμολογείται από το ρήμα ἀπαίρω.