ἀντινομία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀντινομίᾱ | αἱ | ἀντινομίαι |
γενική | τῆς | ἀντινομίᾱς | τῶν | ἀντινομιῶν |
δοτική | τῇ | ἀντινομίᾳ | ταῖς | ἀντινομίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀντινομίᾱν | τὰς | ἀντινομίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀντινομίᾱ | ἀντινομίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντινομίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀντινομίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀντινομία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) (νομικός όρος) νομική ασάφεια
- (ελληνιστική κοινή) (νομικός όρος) σύγκρουση αντιφατικών νόμων