Δείτε επίσης: ανήκω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνήκω < λείπει η ετυμολογία

ἀνήκω

  1. έχω φθάσει σ' ένα σημείο, ανέρχομαι
  2. ανήκω, είμαι σωστός ή κατάλληλος
    ※  6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Ἰατρὸς ἄτεχνος, 310.1
    οὗτος ὁ μῦθος δύναται πρὸς τούτους ἀνήκειν, οἵτινες ἃ οὐκ οἴδασιν ἐπαγγέλλονται.
    Ο μύθος αυτός μπορεί να ταιριάξει γάντι σε όσους επιχειρούν να εξασκήσουν επάγγελμα που δεν το γνωρίζουν.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Ο κομπογιαννίτης γιατρός.
  3. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω ή στην αρχή
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Θεαίτητος, 196b @scaife.perseus
    οὐκοῦν εἰς τοὺς πρώτους πάλιν ἀνήκει λόγους;

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία