Ετυμολογία

επεξεργασία
συνανήκω < μεσαιωνική ελληνική συνανήκω (συγχρονικά αναλύεται σε συν- + ανήκω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.naˈni.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐να‐νή‐κω

συνανήκω

  • ανήκω επίσης μαζί με κάποιον ή κάτι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία