ἀμνησικακία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀμνησικακίᾱ | αἱ | ἀμνησικακίαι | ||||
γενική | τῆς | ἀμνησικακίᾱς | τῶν | ἀμνησικακιῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἀμνησικακίᾳ | ταῖς | ἀμνησικακίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀμνησικακίᾱν | τὰς | ἀμνησικακίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀμνησικακίᾱ | ἀμνησικακίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμνησικακίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμνησικακίαιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀμνησικακία (ελληνιστική κοινή) < ἀμνησίκακος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀμνησικακία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- η έλλειψη μνησικακίας, ανεξικακία, συγχώρηση
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Μακκαβαίων Γ', 3.21
- ἐν δὲ τούτοις πρὸς τοὺς ὁμοφύλους αὐτῶν ἀμνησικακίαν ἅπασι γνωρίζοντες, διά τε τὴν συμμαχίαν καὶ τὰ πεπιστευμένα μετὰ ἁπλότητος αὐτοῖς ἀρχῆθεν μύρια πράγματα τολμήσαντες ἐξαλλοιῶσαι, ἐβουλήθημεν καὶ πολιτείας αὐτοὺς Ἀλεξανδρέων καταξιῶσαι καὶ μετόχους τῶν ἀεὶ ἱερέων καταστῆσαι.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Μακκαβαίων Γ', 3.21
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀμνησίκακος
Πηγές
επεξεργασία- ἀμνησικακία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.