Δείτε επίσης: Ἀηδονίς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀηδονίς αἱ ἀηδονίδες
      γενική τῆς ἀηδονίδος τῶν ἀηδονίδων
      δοτική τῇ ἀηδονίδ ταῖς ἀηδονίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀηδονίδ τὰς ἀηδονίδᾰς
     κλητική ! ἀηδονίς* ἀηδονίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀηδονίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἀηδονίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀηδονίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀηδονίς, -ίδος θηλυκό

  • (πτηνό) άλλη μορφή του ἀηδών
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ῥῆσος, στίχ. 550
    γήρυϊ παιδολέτωρ μελοποιὸν ἀηδονὶς μέριμναν.
    ※  3ος πκε αιώνας Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Βουκολιασταί: Δάφνις και Μενάλκας, στιχ. 38 (37-40)
    [ΔΑΦΝΙΣ] κρᾶναι καὶ βοτάναι, γλυκερὸν φυτόν, αἴπερ ὁμοῖον | μουσίσδει Δάφνις ταῖσιν ἀηδονίσι, | τοῦτο τὸ βουκόλιον πιαίνετε· κἤν τι Μενάλκας | τεῖδ᾽ ἀγάγῃ, χαίρων ἄφθονα πάντα νέμοι.
    [ΔΑΦΝΙΣ] Βρυσούλες με τα κρύα νερά και γλυκερά βοτάνια, | αν είναι το τραγούδι μου σαν αηδονιού τραγούδι | θρέψετε τις γελάδες μου· κι αν έρθει κι ο Μενάλκας | μαζί με το κοπάδι του, όλ᾽ άφθονα να τά ᾽βρει.
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr