Ετυμολογία

επεξεργασία
Տեր-Պետրոսյան < Տեր- (Ter-)[1] + επώνυμο Պետրոսյան (Petrosyan)

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. տեր (ter), κύριος, αφέντης και, ως προσφώνηση για ιερέα, πατήρ, πατέρας. Η παρουσία του προθήματος σε επώνυμο δηλώνει πως κάποιος πρόγονος ήταν έγγαμος ιερέας (βλ. Οχανές-Σαρκίς Αγαμπατιάν (2016), Τα αρμένικα επώνυμα έχουν τη δική τους ιστορία, πρόλογος: Ιωάννης Κ. Χασιώτης. Αθήνα: Εκδόσεις Στοχαστής. ISBN 978-960-303-237-3, σελ. 27.πρβ. το ελληνικό πρόθημα Παπα-.