όρμημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όρμημα | τα | ορμήματα |
γενική | του | ορμήματος | των | ορμημάτων |
αιτιατική | το | όρμημα | τα | ορμήματα |
κλητική | όρμημα | ορμήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- όρμημα < αρχαία ελληνική ὅρμημα
Ουσιαστικό επεξεργασία
όρμημα ουδέτερο
- (σπάνιο) το αποτέλεσμα του ορμώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
όρμημα
|