Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωσμογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ωσμογράφ
ος
οι
ωσμογράφ
οι
γενική
του
ωσμογράφ
ου
των
ωσμογράφ
ων
αιτιατική
τον
ωσμογράφ
ο
τους
ωσμογράφ
ους
κλητική
ωσμογράφ
ε
ωσμογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωσμογράφος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωσμογράφος
αρσενικό
συνώνυμο
του
ωσμόμετρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωσμογράφος
→
δείτε
τη λέξη
ωσμόμετρο