ωκυποδία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωκυποδία < ωκύπους
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωκυποδία θηλυκό (γενική: ωκυποδίας, μόνο στον ενικό)
- το να είναι κάποιος γοργοπόδαρος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωκυποδία
|