ωκύπους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωκύπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠκύπους < ὠκύς + -πους
Επίθετο
επεξεργασίαωκύπους, -ους, -ουν
- γοργοπόδαρος
- ※ Ένα έργο για τον «ταχύτατο» («ωκύπουν») πρώτο Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη (ΓIANNHΣ MAPKOΠOΥΛOΣ «Tα ξένα στοιχεία κακοφορέθηκαν στο ελληνικό τραγούδι», ΤΑ ΝΕΑ, 18/8/2003 [1])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ωκύπους
|
Πηγές
επεξεργασία- ωκύπους - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)