ψώριασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψώριασμα < ψωριάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψώριασμα ουδέτερο
- η προσβολή από ψώρα, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που έχει προσβληθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψώριασμα
|
ψώριασμα ουδέτερο
|