↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψώριασμα τα ψωριάσματα
      γενική του ψωριάσματος των ψωριασμάτων
    αιτιατική το ψώριασμα τα ψωριάσματα
     κλητική ψώριασμα ψωριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψώριασμα < ψωριάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψώριασμα ουδέτερο

  • η προσβολή από ψώρα, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που έχει προσβληθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία