Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψωριάζω < ἐψωρίασαν < αόριστος του αρχ. ρήματος "ψωριῶ"

  Ρήμα επεξεργασία

ψωριάζω

  1. ασθενώ από ψώρα, εξαθλιώνομαι
    Κάτι πρέπει να κάνεις όμως. Αλλιώς θα κάτσεις να ψωριάσεις

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία