ψωμοκόλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωμοκόλακας < από το παλαιότερο επίθετο ψωμοκόλαξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωμοκόλακας αρσενικό
- αυτός που βγάζει το ψωμί του ή γενικά εξασφαλίζει τη ζωή του κολακεύοντας, το κοινωνικό παράσιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωμοκόλακας
|