Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψυχοσώστης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ψυχοσώστ
ης
οι
ψυχοσώστ
ες
γενική
του
ψυχοσώστ
η
των
ψυχοσωστ
ών
αιτιατική
τον
ψυχοσώστ
η
τους
ψυχοσώστ
ες
κλητική
ψυχοσώστ
η
ψυχοσώστ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψυχοσώστης
<
ψυχή
+
-ο-
+
σώστης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψυχοσώστης
αρσενικό
(
θηλυκό
:
ψυχοσώστρα
)
αυτός που
σώζει
την
ψυχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχοσώστης