Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχογράφηση οι ψυχογραφήσεις
      γενική της ψυχογράφησης* των ψυχογραφήσεων
    αιτιατική την ψυχογράφηση τις ψυχογραφήσεις
     κλητική ψυχογράφηση ψυχογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχογράφηση < ψυχογραφώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχογράφηση αρσενικό

  • η παρουσίαση του χαρακτήρα και του ψυχισμού ενός προσώπου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία