ψιττακισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιττακισμός < ψιττακός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψιττακισμός αρσενικό
- το να επαναλαμβάνει κάποιος μηχανικά όσα ακούει χωρίς να τα κατανοεί
- ο παπαγαλισμός
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψιττακισμός
|