ψιμυθίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψιμυθίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψιμυθίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) λευκός ανθρακικός μόλυβδος. Χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα σαν καλλυντικό.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ψιμύθιο