ψηφολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψηφολογία θηλυκό
- η κατασκευή ψηφιδωτού [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψηφολογία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ New greek and english lexicon, Donnegan, James, 1826, Cowie