ψηφολέκτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψηφολέκτρια < ψηφολέκτης + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψηφολέκτρια θηλυκό
- θηλυκό του ψηφολέκτης
- Τους λόγους για τους οποίους αποχώρησε από τη θέση της ψηφολέκτριας κατά την ψήφιση της τροπολογίας υπ. αριθμ. 942/58 που αφορά την τιμολόγηση φαρμάκων εξηγεί με δήλωσή της η βουλευτής. (*)