ψευτοκάγκουρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψευτοκάγκουρας | οι | ψευτοκάγκουρες |
γενική | του | ψευτοκάγκουρα | των | ψευτοκάγκουρων |
αιτιατική | τον | ψευτοκάγκουρα | τους | ψευτοκάγκουρες |
κλητική | ψευτοκάγκουρα | ψευτοκάγκουρες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευτοκάγκουρας αρσενικό
- ο ψευτόμαγκας, ο φλώρος, αυτός που παριστάνει τον μάγκα χωρίς να είναι