Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδοσύνολο τα ψευδοσύνολα
      γενική του ψευδοσυνόλου
ψευδοσύνολου
των ψευδοσυνόλων
    αιτιατική το ψευδοσύνολο τα ψευδοσύνολα
     κλητική ψευδοσύνολο ψευδοσύνολα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

το ψευδοσύνολο ουδέτερο < ψευδο- + σύνολο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

το ψευδοσύνολο (el) ουδέτερο

  • (μαθηματικά) ιδεατό σύνολο που απλώς βοηθά σε προσεγγιστικό (χαμηλής-μικρής διακριτότητας, χοντρόκοκκο, coarse-grained) υπολογισμό