Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευδοροφή οι ψευδοροφές
      γενική της ψευδοροφής των ψευδοροφών
    αιτιατική την ψευδοροφή τις ψευδοροφές
     κλητική ψευδοροφή ψευδοροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδοροφή < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική faux plafond

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδοροφή θηλυκό

  • πρόσθετη διακοσμητική ή λειτουργική κατασκευή κάτω από την κανονική οροφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία