Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευδομεταβλητή οι ψευδομεταβλητές
      γενική της ψευδομεταβλητής των ψευδομεταβλητών
    αιτιατική την ψευδομεταβλητή τις ψευδομεταβλητές
     κλητική ψευδομεταβλητή ψευδομεταβλητές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδομεταβλητή < ψευδο- + μεταβλητή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδομεταβλητή θηλυκό

  1. συστημικός θόρυβος που εσφαλμένα θεωρήθηκε μεταβλητή
  2. σταθερά που εσφαλμένα θεωρήθηκε μεταβλητή
  3. ανύπαρκτη μεταβλητή που την επικαλείται κάποια θεωρία είτε ως απλοποίηση του πραγματικού φαινομένου που περιγράφει ή συχνά λόγω της αδυναμίας της

  Μεταφράσεις επεξεργασία