ψειραλοιφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψειραλοιφή θηλυκό
- ειδική αλοιφή για την καταπολέμηση των ψειρών
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψειραλοιφή
|
ψειραλοιφή θηλυκό
|