↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαροκασέλα οι ψαροκασέλες
      γενική της ψαροκασέλας
    αιτιατική την ψαροκασέλα τις ψαροκασέλες
     κλητική ψαροκασέλα ψαροκασέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαροκασέλα < ψαρο- (ψάρι) + κασέλα
 
Ψαροκασέλες γεμάτες ψάρια.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψαροκασέλα θηλυκό

  1. (αλιεία) ξύλινο πλατύ και ρηχό κιβώτιο, που δίνει τη δυνατότητα στα νερά από τους πάγους να φεύγουν και χρησιμοποιείται από ψαράδες και ιχθυοπώλες για τη μεταφορά ψαριών
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) γυναίκα άσχημη και αδύνατη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία